παρισινός — ή, ό ο προερχόμενος από το Παρίσι, ο Παριζιάνος, αυτός που έχει σχέση με το Παρίσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θωμάς ο Παρισινός — (18ος αι.). Γάλλος μοναχός του τάγματος των Καπουκίνων. Έγραψε κείμενα και στην ελληνική γλώσσα, τα οποία μαρτυρούν γνώση της δημοτικής και, γενικότερα, του ελληνικού γλωσσικού ζητήματος. Έγραψε, μάλιστα, γραμματική της δημοτικής (1709), ενώ… … Dictionary of Greek
μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… … Dictionary of Greek
σπυριδών — I Επίσκοπος Τριμυθούντας, άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και προερχόταν από οικογένεια βοσκών. Αν και μορφωμένος, ακολούθησε και ο ίδιος το επάγγελμα των γονιών του. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, στράφηκε στον… … Dictionary of Greek
αλεξανδρινός στίχος — Με τον όρο αυτό παρέμεινε στη γαλλική ποίηση η μορφή του δωδεκασύλλαβου στίχου, που χρησιμοποίησε ο ποιητής Αλεξάντρ Ντι Μπερνέ, ο επιλεγόμενος Παρισινός, όταν τον 12o αι. διασκεύασε σε ηρωικούς δωδεκασύλλαβους το γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα του… … Dictionary of Greek
Βιτσώρης, Δημήτριος — (Θεσσαλονίκη 1902 – Αθήνα 1945). Ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, χωρίς όμως να συνεχίσει τις σπουδές του, γιατί ήρθε σε σύγκρουση με το σύστημα της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης. Ταξίδεψε πολύ στη δυτική Ευρώπη, όπου μελέτησε τα… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Μάρτυρες, ΛΖ’ οι εν Βιζύη — Αγωνιστές της χριστιανικής πίστης, που μαρτύρησαν στα χρόνια των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305), μερικοί από αυτούς στη Βιζύη και μερικοί στη Φιλιππούπολη. Σύμφωνα με τον Πατμιακό κώδικα 266 οι μάρτυρες είναι 33, ενώ … Dictionary of Greek
παλίμψηστο — Χειρόγραφο, του οποίου η αρχική γραφή έχει αποξεστεί, ώστε να χρησιμοποιηθεί για ένα δεύτερο γράψιμο. Τον διεθνή αυτόν όρο, που προέρχεται από την ελληνική (πάλιν + ψάω), χρησιμοποιεί ήδη ο Πλούταρχος, αναφερόμενος σε παλίμψηστους παπύρους, οι… … Dictionary of Greek
πους (πόδι) — Μονάδα μήκους· ρωμαϊκός = 0,296 μ., παρισινός = 0,3248 μ., αγγλικός, ρωσικός, αμερικανικός 0,304 μ … Dictionary of Greek